Ο Υιός του ανθρώπου
Ο όρος «Υιός του ανθρώπου» αναγράφεται 82 φορές στην Καινή Διαθήκη κι αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στις δηλώσεις του ανθρώπου Ιησού και πάντα σε τρίτο πρόσωπο, ποτέ ως δήλωση για τους άλλους. Ο όρος «Υιός του ανθρώπου» μας παραπέμπει στην προφητεία τού προφήτη Δανιήλ, που αναφέρει τα ακόλουθα:
«Και είδα σε οράματα της νύχτας, και ξάφνου, ένας σαν Υιός ανθρώπου ερχόταν μαζί με τα σύννεφα του ουρανού, και έφτασε μέχρι τον Παλαιό των ημερών, και τον έφεραν μέσα, μπροστά του. Και του δόθηκε η εξουσία, και η δόξα, και η βασιλεία, για να τον λατρεύουν όλοι οι λαοί, τα έθνη, και οι γλώσσες• και η εξουσία του είναι αιώνια εξουσία, η οποία δεν θα παρέλθει, και η βασιλεία του, η οποία δεν θα φθαρεί»
(Δανιήλ 7, 13-14 μετάφραση Φίλος).
Η Καινή Διαθήκη αναφέρει ότι την εποχής του ανθρώπου Ιησού ο λαός δεν γνώριζε ποιος ήταν ο Υιός του ανθρώπου (πρβ. Ιωάννη 12, 34). Ακόμη και οι μαθητές του Ιησού δεν μπορούσαν να δώσουν τη σωστή απάντηση σε αυτό το ερώτημα: «Ποιος είναι ο Υιός του ανθρώπου;» Μόνο ένας από τους μαθητές του Ιησού, ο Σίμων Πέτρος, απαντά με βάση μιας αποκάλυψης από τον Ουράνιο Πατέρα:
«Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού» (Κατά Ματθαίον 16, 16).
Άρα, ο Υιός του ζωντανού Θεού είναι επίσης κι «ο Υιός του ανθρώπου». Ποιόν, όμως, εννοούσε πράγματι ο Σίμων Πέτρος με αυτή την αποκάλυψη; Και τι σημαίνει ο όρος Υιός του ανθρώπου; Η Αγία Γραφή απαντά ότι ο όρος στον πληθυντικό αριθμό «γιοί των ανθρώπων», εννοούνται όλοι οι άνθρωποι (πρβ. Μάρκον 3, 28. Εφεσίους 3, 5. Γένεσις 11, 5. Δανιήλ 2, 38). Ενώ στον ενικό αριθμό «ο Υιός του ανθρώπου» υπονοούνται από την Αγία Γραφή συγκεκριμένα άτομα, όπως είναι κι ο προφήτης Ιεζεκιήλ που αποκαλείται έτσι 87 φορές. Για τι είδους συγκεκριμένα άτομα πρόκειται ακόμη;
«Εγώ είπα, είστε θεοί; και όλοι γιοί του Ύψιστου, εσείς, όμως, πεθαίνετε όπως οι άνθρωποι, και πέφτετε όπως ένας από τους άρχοντες»
(Ψαλμοί 82, 6-7 μετάφραση Φίλος).
Το απόσπασμα των Ψαλμών αναφέρεται σε θεϊκά όντα, τα οποία με τη σειρά τους θα έπαιρναν και την ανθρώπινη μορφή και ως άνθρωποι θα πέθαιναν. Αυτά τα θεϊκά όντα πρωτοαναφέρονται ως γιοί του Θεού στο βιβλίο της Γένεσις 6, 2. Συνεπώς, ο όρος «Υιός του ανθρώπου» υπονοεί κάποιον που προϋπήρχε και επιπλέων πήρε και την ανθρώπινη φύση πάνω του, δηλαδή, έγινε αμαρτία (πρβ. Ρωμαίους 8, 3). Γι’ αυτό το λόγω παράθεσε ο Ιησούς από το συγκεκριμένο εδάφιο των Ψαλμών, για να επιβεβαιώσει ότι είναι και ο ίδιος ένας από τους θεούς του Κυρίου (πρβ. Ιωάννη 10, 34-36). Άρα, σίγουρα ο Σίμων Πέτρος δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει αποκαλέσει την ανθρώπινη μορφή του Ιησού ως Υιό του ζωντανού Θεού και Υιό του ανθρώπου, αλλά τον προϋπάρχων Ιησού μέσα στον άνθρωπο Ιησού. Επομένως, ο Υιός του ανθρώπου είναι ένα θεϊκό ον που ήταν καλυμμένο και δεν ήταν εκείνη την εποχή ορατό με το φυσικό μάτι (πρβ. Λουκάς 17, 30). Γι’ αυτό το λόγω κι ο άνθρωπος Ιησούς μιλούσε πάντα σε τρίτο πρόσωπο για τον Υιό του ανθρώπου (πρβ. Ιωάννη 9, 37). Έτσι φαίνεται μια πρώτη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο Ιησού και τον Υιό του ανθρώπου (=Υιός του Θεού):
«Όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου, και κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας, και ποιος είναι ο Πατέρας, παρά μονάχα ο Υιός, και σε όποιον ο Υιός θέλει να τον αποκαλύψει» (Κατά Λουκά 10, 22 μετάφραση Φίλος).
Αγαπητοί αναγνώστες, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ιησού δεν είναι και τόσο αυτονόητο ότι γνωρίζει ο καθένας ποιος είναι ο Υιός του Θεού. Γιατί χωρίς να το αποκαλύψει ο Υιός θα συνεχίσει ο καθένας να πιστεύει ότι ο άνθρωπος Ιησούς ήταν ο Υιός του Θεού. Ως δεύτερη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο Ιησού και τον Υιό του ανθρώπου μπορεί κανείς να το διαπιστώσει στο πλαίσιο της αυτό-μαρτυρίας του Ιησού:
«Εγώ όμως δε λαβαίνω από άνθρωπο τη μαρτυρία, αλλά αυτά τα λέω για να σωθείτε εσείς»
(Κατά Ιωάννη 5, 34 μετάφραση Καραλή).
Το Πνεύμα του Υιού του ανθρώπου δε θα δεχόταν ποτέ μαρτυρία από άνθρωπο της υπηρεσίας του. Αυτό ίσχυε και για τον άνθρωπο Ιησού, ο οποίος το επιβεβαιώνει:
«Αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή»
(Κατά Ιωάννη 5, 31 μετάφραση Φίλος).
Ως ένδειξη ότι σε αυτήν την περίπτωση ομιλεί ο άνθρωπος Ιησούς φέρει το αρχαίο κείμενο το οριστικό άρθρο στο όνομα Ιησούς (εδάφιο 19). Εδώ δηλώνει ο Ιησούς ότι ως άνθρωπος δεν θα ίσχυε αληθινή η μαρτυρία του για τον Υιό του ανθρώπου, που ήταν το δεύτερο εγώ του (=η ψυχή του Πνεύματος):
«Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Κι αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, γιατί ξέρω από πού ήρθα και πού πηγαίνω»
(Κατά Ιωάννη 8, 14 μετάφραση Καραλή).
Από τα αναφερόμενα των δύο αποσπασμάτων μπορεί κανείς να διακρίνει πότε ομιλεί ο άνθρωπός Ιησούς και πότε το Πνεύμα του Υιού. Εδώ η μαρτυρία του Πνεύματος ορίζεται ως αληθινή για τον Υιό του ανθρώπου. Ότι πρόκειται για δήλωση του Πνεύματος, εκλαμβάνεται από το αρχαίο κείμενο, γιατί το οριστικό άρθρο στο όνομα Ιησούς παραλείπεται. Επομένως, αυτοί που διακρίνονται στο επόμενο απόσπασμα ως μάρτυρες του Ουράνιου είναι μόνο το Πνεύμα του Υιού κι ο Υιός του ανθρώπου:
«Ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο δάσκαλος του λαού Ισραήλ και δε γνωρίζεις αυτά; Αλήθεια, αλήθεια σου λέω ότι μιλούμε γι’ αυτό που ξέρουμε και μαρτυρούμε γι’ αυτό που έχουμε δει, αλλά τη μαρτυρία μας δεν τη δέχεστε»
(Ιωάννη 3, 10-11 μετάφραση Καραλή).
Για να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον Ουράνιο, πρέπει να έχει γνώση και να έχει δει εκ των προτέρων. Έτσι από τους πληθυντικούς «μιλούμε» «ξέρουμε» «μαρτυρούμε» και «μαρτυρία μας» διακρίνονται τέσσερις φορές το Πνεύμα του Υιού και ο Υιός του ανθρώπου ως μάρτυρες. Αυτοί έχουν δει και ακούσει τον Ουράνιο, ενώ ο άνθρωπος Ιησούς δεν κατέβηκε από τον ουρανό ούτε μπορεί ως άνθρωπος να είδε τον Ουράνιο, αλλά γεννήθηκε ως κοινός άνθρωπος, κι εξυπηρετούσε μονάχα ως ζωντανή βάση. Παρατηρήστε επίσης ότι όταν ομιλεί το Πνεύμα του Υιού, το αρχαίο κείμενο δε φέρει οριστικό άρθρο στο όνομα Ιησούς:
Ως μια ένδειξη αυθεντικότητας αυτής της μετάφρασης είναι το εκκλησιαστικό κείμενο, το οποίο από το κριτικό κείμενο φέρει διαφορετική διάταξη στην οριστική αντωνυμία αὐτὸν. Η Οριστική αντωνυμία αὐτόν χρησιμοποιείται για να ορίσει κάτι (να το ξεχωρίσει από άλλα), Οι μεταφράσεις παγκόσμιος, όμως, καταλήγουν όλες σε ένα και το ίδιο νόημα, ανεξάρτητα ποιο αρχαίο κείμενο παίρνουν ως βάση. Δηλαδή, μεταφράζουν ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο Ιησού Κύριο και Χριστό. Αλλά το κριτικό κείμενο διακρίνει τον Κύριο (=τον Υιό τού Θεού) από το Χριστό (= τον Υιό του ανθρώπου) και τον άνθρωπο Ιησού (= η βάση). Ο λόγος που απαρνείται ο λεγόμενος χριστιανισμός το δυαδισμό, μεταξύ του Υιού του Θεού και του Υιού του ανθρώπου, και μεταξύ του Υιού του ανθρώπου και του ανθρώπου Ιησού, είναι ειδωλολατρικός. Γιατί ο λεγόμενος χριστιανισμός δεν μπορεί πλέον αλλιώς να πράξει, αρέσκεται να δοξάζει τον άνθρωπο Ιησού ως Υιό του Θεού:
Αυτό το απόσπασμα αναφέρεται στον Υιό του ανθρώπου κατά τη στιγμή της εορτής, κι όχι στους πολλούς ανθρώπους και ούτε καν στον άνθρωπο Ιησού. Γιατί ο άνθρωπος Ιησούς ήταν προορισμένος στους ανθρώπους για θυσία. Το άναρθρο όνομα Ιησούς προσδιορίζει και πάλι το Πνεύμα του Υιού που έβλεπε το δεύτερο του «εγώ» στον Υιό του ανθρώπου (= ψυχή του Πνεύματος). Το Πνεύμα δεν χρειαζόταν τη μαρτυρία άλλων ανθρώπων, γιατί το Πνεύμα ήξερε καλύτερα τον Υιό του ανθρώπου, επειδή ήταν η ψυχή Του:
«Και του λέει: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου»
(Κατά Ιωάννη 1, 51 μετάφραση Καραλή).
Προσέξτε ότι ο άνθρωπος Ιησούς βρίσκονταν στη γη, επομένως, κι ο Υιός του ανθρώπου ήταν επίσης στη γη. Οι άγγελοι, όμως, θα ανέβαιναν πρώτα στον ουρανό στον Υιό του ανθρώπου και θα κατέβαιναν στη γη στον Υιό του ανθρώπου. Είναι προφανές ο δυϊσμός ανάμεσα στον Υιό του ανθρώπου και το πανταχού παρόν Πνεύμα του Υιού του Θεού:
«Αλλά, και στο νόμο το δικό σας είναι γραμμένο ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. Εγώ είμαι αυτός που μαρτυρεί για τον εαυτό μου, επίσης μαρτυρεί για το δικό μου ο Πατέρας που με έστειλε». Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Πού είναι ο Πατέρας σου;» Απάντησε ο Ιησούς: «Ούτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου. Αν εμένα ξέρατε, και τον Πατέρα μου θα ξέρατε» (Κατά Ιωάννη 8, 17-19 μετάφραση δική μου).
Σύμφωνα με τον νόμο ορίζονταν να παραβρίσκονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι ως μάρτυρες μιας υπόθεσης. Ο Ιησούς λοιπόν, επιδεικτικά αναφέρεται στα αναγραφόμενα του Δευτερονομίου 19, 15, για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του. Παράδειγμα: Σε ένα γάμο πρέπει επίσης να παραβρίσκονται τουλάχιστον δύο μάρτυρες, ο γαμπρός δεν μετράει ως μάρτυρας. Επομένως, αν παραμείνουμε στις ψευδό διδασκαλίες του θρησκευτικού συστήματος, ότι άνθρωπος Ιησούς ήταν μόνος του, τότε κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να απαριθμήσει τους δύο μάρτυρες που ισχυρίζεται ότι έχει ο Ιησούς. Η λύση είναι ότι, ο ομιλητής δεν είναι ο άνθρωπος Ιησούς, αλλά το Πνεύμα που ομιλεί μέσα από τον άνθρωπο Ιησού, δίνοντας μαρτυρία για τη ψυχή του (=για τον Υιός του ανθρώπου) (πρβ. Κατά Ματθαίον 10, 20). Αυτό το γεγονός πιστοποιείται από τρία γεγονότα. Πρώτον, ο ομιλητής αποστασιοποιείται από το νόμο, λέγοντας: «στο νόμο το δικό σας». Άρα, ο άνθρωπος Ιησούς δεν ήταν αυτός που μιλούσε, ειδάλλως θα συμπεριελάμβανε και τον εαυτόν του, και θα έλεγε: «στο νόμο μας». Δεύτερον, στο 14ο εδάφιο όπου αναφέρεται ο ομιλητής παραλείπει το αρχαίο κείμενο το οριστικό άρθρο στο όνομα Ιησούς. Τρίτον, η αυτό-παθητική αντωνυμία ἐμαυτοῦ = «τον εαυτό μου», φανερώνει ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει. Αυτό σημαίνει ότι το Πνεύμα του Υιού του Θεού ήταν ο ένας μάρτυρας που μαρτυρούσε για τη ψυχή του (=για τον Υιό του ανθρώπου), και ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο Πατέρα που έστειλε το Πνεύμα στον κόσμο (= τον Υιό Του). Αυτό ενισχύεται και με τη κτητική αντωνυμία ἐμοῦ (= το δικό μου). Κτητικές αντωνυμίες φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή ορίζουν τον κτήτορα. Το συμπέρασμα είναι ότι, μακριά από τη διδασκαλία του δυισμού (=δύο ψυχές) δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το απόσπασμα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου 8, 17-19. Αγαπητοί αναγνώστες, στο πλαίσιο της αυτό-μαρτυρίας του Ιησού σας υποδειχτήκαν οι διακρίσεις. Στο πλαίσιο των ασυνάρτητων αποτελεσμάτων των μεταφράσεων, θα ερευνήσουμε το ακόλουθο απόσπασμα. Διότι οι μεταφράσεις του κατεστημένου αποσκοπούσαν να καλύψουν τις διακρίσεις μεταξύ του Πνεύματος και του Υιού του ανθρώπου και του ανθρώπου Ιησού:
«Τότε είπε ο Ιησούς: «Για καταδίκη εγώ ήρθα στον κόσμο αυτό, για να βλέπουν όσοι δε βλέπουν και να γίνουν τυφλοί όσοι βλέπουν». Άκουσαν μερικοί από τους Φαρισαίους αυτά, όσοι ήταν μαζί του, και του είπαν: «Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;» Ο Ιησούς τούς είπε:
εἰ τυφλοὶ ἦτε οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν νῦν δὲ λέγετε
«Αν ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε:
ὅτι βλέπομεν ἡ ἁμαρτία ὑμῶν μένει
- Βλέπουμε. Η αμαρτία σας μένει»
(Κατά Ιωάννην 9, 39-41 παγκόσμιο μεταφραστικό νόημα).
Θα έπρεπε να είχε πέσει στην αντίληψη του κάθε αναγνώστη ότι κάποιες λέξεις παραλείπονται στις μεταφράσεις του κατεστημένου. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για το «ότι». Με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η απάντηση του Ιησού στο ερώτημα των Φαρισαίων ασυνάρτητη. Το ερώτημα ήταν: «Είμαστε κι εμείς τυφλοί;». Όμως σύμφωνα με τις μεταφράσεις φαίνεται να κατηγορεί ο Ιησούς τους Φαρισαίους ότι ισχυρίζονταν: «Βλέπουμε». Αυτό όμως, δεν ειπώθηκε πουθενά από τους Φαρισαίους ούτε καν αναφέρεται σε όλη την Καινή Διαθήκη. Επομένως, το «ὅ τι» που αφαίρεσαν από τις μεταφράσεις είναι αναφορική αντωνυμία του ὅστις = «ό, τι», όπως είναι και στο κατά Ιωάννην 2, 3. Και η λέξη «λέγετε» έχει επιτακτικό νόημα, όπως έχει στους προς Γαλάτες 4, 21. Άρα, το γεγονός αλλάζει και αρχίζει να παίρνει την αυθεντική του μορφή:
Μόνο μέσω αυτής της μετάφρασης ταιριάζει η απάντηση του Ιησού στην ερώτηση των Φαρισαίων. Οι πάπυροι 66 και 75 όπως κι ο Βατικανός κώδικας παραλείπουν το οριστικό άρθρο στο όνομα Ιησούς. Αυτό σημαίνει ότι αυτός που απαντάει στο ερώτημα των Φαρισαίων είναι και πάλι το Πνεύμα. Όπως συνήθιζε, έτσι κι εδώ το Πνεύμα Ιησούς απάντησε με μια ερωτηματική αντερώτηση, επιβεβαιώνοντας, ότι όλοι οι άνθρωποι είτε με όραση είτε χωρίς έχουν την αμαρτία μέσα τους. Στην συνέχεια όμως, απευθύνεται το Πνεύμα στις ψυχές, λέγοντας: «και τώρα πείτε ό, τι βλέπουμε», επιτάσσοντας τες να εκφράσουν ότι η αμαρτία των Φαρισαίων δεν θα εξαλειφθεί. Η αμαρτία που αναφέρεται εδώ είναι το αναπόσπαστο πνεύμα πλάνης που έχει ο κάθε άνθρωπος, τον οποίο κινεί σε άστοχες πράξεις (πρβ. Ρωμαίους 7, 17). Η διδασκαλία με τις δύο ψυχές επιλύει κι αυτό το απόσπασμα. Επομένως, ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει πρώτα να δεχθεί ότι υφίσταται η ψυχή της αμαρτίας (πρβ. Α΄Ιωάννη 1, 8), κι έπειτα να ζητήσει από το Πνεύμα (=από τον Χριστό) να τον διαχωρίσει απ’ αυτήν. Ώστε να αρχίσει πλέων να πορεύεται με την ψυχή του Πνεύματος της ζωής και όχι με την ψυχή του σώματος της αμαρτίας:
Εκτός από την Καινή Διαθήκη, υπάρχουν πολλά αποσπάσματα και στη λεγόμενη Παλαιά Διαθήκη που υποστηρίζουν το δυϊσμό του Υιού του Θεού. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά τα αποσπάσματα καταχράται το θρησκευτικό σύστημα ως ενδείξεις της τριάδος. Τα ακόλουθα αποσπάσματα όμως, αποδεικνύουν περισσότερο τη δυαδικότητα του Υιού παρά ένα τρίτο πρόσωπο:
Από την Επιστολή προς Εβραίων 1, 5 και 5, 5 μπορεί να υποτεθεί ότι ο ομιλητής στο απόσπασμα του Ψαλμού δεν είναι άλλος από τον Υιό του ανθρώπου που ενθρονίσθηκε βασιλιάς (πρβ. Αποκάλυψις 11, 15). Σημειώστε, ωστόσο, ότι όχι μόνο ο ομιλητής επιβεβαιώνεται ως Υιός, αλλά και ο Κύριος. Αυτό διακρίνεται επειδή ο ομιλητής παραθέτει το πρόσταγμα του Κυρίου. Έτσι αποδεικνύεται ο δυϊσμός του Υιού του Θεού, ο οποίος είναι ο ομιλητής και ο Κύριος του προστάγματος. Αυτό το νόημα δεν πραγματοποιείται στο εβραϊκό κείμενο, καθώς ο Ιουδαϊσμός αφαίρεσε ένα από τα δύο ονόματα «Κύριος», έτσι ώστε να αποκρύπτεται ότι πρόκειται και για παράθεση (=αυτολεξεί επανάληψη κειμένου). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, λοιπόν, αναφερόμενος στο συγκεκριμένο ψαλμό, κάνει μια ενδιαφέρουσα δήλωση που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς μου:
Αγαπητοί αναγνώστες, πρέπει να ξέρετε ότι τον 1ο αιώνα, όταν κατέγραφε ο Ευαγγελιστής Λουκάς τις πράξεις των Αποστόλων, δεν υπήρχαν αριθμοί κεφαλαίων. Η διαίρεση της Βίβλου σε κεφάλαια έγινε τον 13ο αιώνα από τον άγγλο θεολόγο Stephen Langton. Επομένως, η διατύπωση «τῷ δευτέρῳ» δεν έχει καμία σχέση με το κεφάλαιο του ψαλμού, αλλά για το δεύτερο κομμάτι του διαιρεμένου Πνεύματος. Επομένως, ο Ευαγγελιστής Λουκά επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα δεύτερο Εγώ του Υιού του Θεού. Ως εκ τούτου, το αρχαίο κείμενο της Αποκάλυψης 11, 15 αναφέρει ξεκάθαρα στον ενικό «βασιλεία» και «θα βασιλεύσει», αν και αφορά δύο πρόσωπα, τον Κύριο και τον Χριστό του. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν υπάρχει ένα διαιρεμένο Πνεύμα που σχηματίζει τον Υιό του Θεού και τον Υιό του ανθρώπου:
Το απόσπασμα αυτό παραπέμπει στα αναφερόμενα του βιβλίου των Αριθμών 21, 9. Ο εβραϊκός λαός, λοιπόν, απιστούσε για άλλη μια φορά στον Υιό του Θεού, κι ως κριτής του κόσμου έστειλε ο Υιός τα φαρμακερά φίδια για τιμωρία (πρβ. Α΄ Κορινθίους 10, 9). Έπειτα όμως, αφού παρακάλεσε ο Μωυσή να συγχωρέσει ο Θεός το λαό, του διετάχθη να φτιάξει ο Μωυσή ένα χάλκινο φίδι και να το κρεμάσει πάνω σε ένα ξύλινο κοντάρι. Έτσι ώστε, ο καθένας που δαγκωνόταν από ένα φαρμακερό φίδι, να κοιτά έπειτα πάνω στο κρεμασμένο χάλκινο φίδι και να γιατρεύεται. Δηλαδή, αυτός που είχε δαγκωθεί από φίδι έβλεπε στο χάλκινο φίδι τη κατάρα που του επιβληθεί, ώστε με πίστη στο Θεό θα απαλλάσσονταν από τη κατάρα του θανάτου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λοιπόν, συνδύασε το συμβάν με το χάλκινο φίδι και αυτό με τον σταυρωμένο άνθρωπο Ιησού. Δηλαδή, ο καθένας θα έπρεπε να βλέπει στο πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού την κατάρα της ανθρώπινης φύσης του, όπως με το χάλκινο φίδι (πρβ. Γαλάτες 3, 13). Ώστε πιστεύοντας μέσα στον Υιό του ανθρώπου, όπου βρίσκεται το Πνεύμα ζωής του μονογενή Υιού του Θεού, θα απαλλάσσεται ο πιστός από την κατάρα τού θανάτου. Μόνο έτσι θα μπορέσει κανείς να ντυθεί τον νέο εσωτερικό αιώνιο άνθρωπο. Η κατάρα που εκφραστικέ από το Θεό μέσα στον παράδεισο ενάντια στην ανθρώπινη φύση δεν αναιρέθηκε πότε και είναι ισχύουσα μέχρι σήμερα (πρβ. Γένεσις 3, 17-19). Γι’ αυτό δόθηκε ο νόμος, για να μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει ότι καθοδηγείται από το σώμα (ή πνεύμα) της αμαρτίας (πρβ. Ρωμαίους 7, 7 και 6, 6). Επομένως, στη συνέχεα θα καταλάβαινε ο καθένας ότι, για να μπορέσει να σωθεί θα έπρεπε να αναγεννηθεί μέσα στο σώμα (ή Πνεύμα) της Αλήθειας (πρβ. Κατά Ιωάννη 3, 3):
«Άρα, λοιπόν, δεν εξαρτάται από αυτόν που θέλει ούτε από αυτόν που τρέχει, αλλά από το Θεό που ελεεί» (Προς Ρωμαίους 9, 16 μετάφραση Καραλή).
Συνεπώς, κατάλαβαν οι άπιστοι αντίχριστοι ότι το έλεος ανήκει στον Υιό του Θεού, επειδή είναι ο κριτής του κόσμου (πρβ. Ιωάννη 5, 22). Επομένως, ξεκίνησαν από τον πρώιμο Χριστιανισμό να απαρνούνται το σώμα (ή Πνεύμα) του Υιού του Θεού, αρχίζοντας να μετατρέπουν το νόημα του Ευαγγελίου προς τους εαυτούς τους (πρβ. Γαλάτες 1, 7). Ενώ το Ευαγγέλιο αναφέρει ότι ο ζωντανός Θεός δεν αποδέχεται πλέον τους χειροποίητους ναούς, οι άπιστοι κατασκεύασαν ναούς (=εκκλησίες), για να δοξάζονται αναμεταξύ τους (πρβ. Πράξεις Αποστόλων 7, 48-50). Κι ενώ το Ευαγγέλιο αναφέρει το βάπτισμα του Πνεύματος ως τη σωτηρία, και τον Υιό του Θεού ως τον μοναδικό βαπτιστή, οι άπιστοι άρχισαν να γίνονται βαπτιστές και να βαπτίζονται αναμεταξύ τους με νερό (πρβ. Πράξεις Αποστόλων 1, 5 και Ματθαίον 3, 11). Κι ενώ το Ευαγγέλιο υπονοεί τον Υιό του Θεού ως τον πλησίον μας (=η ζωή), οι άπιστοι άρχισαν να αγαπούν επιφανειακά τον κόσμο (Ιακώβου 4, 4). Δηλαδή, ο καθένας θα έπρεπε να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Υιού του Θεού τον πλησίον του, γιατί είναι η ζωή μέσα του, ώστε να την αγαπήσει, κι έτσι αγαπάει αυτόματα τα πάντα. Διότι τα πάντα έχουν τη ίδια ζωή μέσα τους. Γι’ αυτό το λόγο ο Ιησούς έκανε την αγάπη μας προς τον Θεό και αυτή προς τον πλησίον μας ως μία ενιαία εντολή, γιατί πρόκειται για τον Πατέρα και τον Υιό (πρβ. Κατά Ματθαίον 22, 37-40). Συνεπώς, αγαπητοί αναγνώστες, οι διδασκαλίες που σας δίδαξε το θρησκευτικό σύστημα είναι επινοήσεις του σατανά. Για να δοξάζετε την ανθρώπινη φύση σας κι αυτή του ανθρώπου Ιησού, γιατί τον άνθρωπο Ιησού σας μάθανε να δοξάζετε στα λεγόμενα Χριστούγεννα και στο λεγόμενο Πάσχα. Αγαπητοί αναγνώστες, να μην αυταπατάται κανείς σας, ότι με το σώμα (ή πνεύμα) της αμαρτίας οι καλές πράξεις σας και η συχνές επαφές με τους ομόθρησκους σας θα επιφέρουν τη σωτηρία σας. Γιατί ο Θεός μονάχα το σώμα (ή Πνεύμα) του Υιού Του αποδέχεται, κανένα άλλο. Σε αυτό το θέμα είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε το διαιρεμένο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Υιός του Θεού κι ο Υιός του ανθρώπου (πρβ. Γένεσις 1, 4 και 2, 23). Διότι υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα Πνεύματα του Θεού (πρβ. Α΄ Κορινθίους 12, 10-12). Αγαπητοί αναγνώστες, να μείνετε πιστοί στο διαιρεμένο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Υιός του Θεού κι ο Υιός του ανθρώπου, γιατί πρόκειται για έργο Θεού:
«Δείτε, οι καταφρονητές, και θαυμάστε και αφανιστείτε, γιατί εγώ κάνω έργο κατά τις ημέρες σας, έργο που δε θα το πιστέψετε αν κάποιος σας το διηγηθεί»
(Πράξεις των Αποστόλων 13, 41 μετάφραση Καραλή).
ΤΕΛΟΣ